Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πρὸ μικροῦ

  • 1 πρό

    + P 74-10-57-48-62=251 Gn 2,5(bis); 11,4; 13,10; 19,4
    [τινος]: before, in front of (of place) 2 Mc 12,27; before (of time) 2 Mc 15,36
    πρὸ τοῦ [+inf.] before Gn 2,5; πρὸ βραχέως a little ago 4 Mc 9,5; πρὸ ὀλίγου id. Wis 14,20; πρὸ μικροῦ id. Wis 15,8; πρὸ προσώπου σου before you Ex 23,20; πρὸ δύο ἐτῶν τοῦ σεισμοῦ two years before the earthquake Am 1,1
    Cf. ALEXANDRE 1988 229(Gn 2,5); JOHANNESSOHN 1910 1-82; 1926 184-198; LE BOULLUEC 1989
    189(Ex 17,6); SOLLAMO 1979, 321-324; WEVERS 1990 266(Ex 17,6); 1993 22(Gn 2,5).148.149(Gn
    11,4); →NIDNTT; TWNT

    Lust (λαγνεία) > πρό

  • 2 πρό

    A before, forth:
    A PREP. WITH GENIT.:
    I of Place, before, in front of,

    ἠγερέθοντο π. ἄστεος Od.24.468

    , cf. Il.15.351, etc.;

    π. πτόλιος δεδαϊγμένον 19.292

    ;

    κείνους κιχησόμεθα π. πυλάων 10.126

    , cf. 6.80, etc.;

    φύλοπις αἰνὴ ἕστηκε π. νεῶν 18.172

    ;

    πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι π. 8.561

    , cf. 10.12, Od.8.581, etc.;

    κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι π. Il.3.3

    ;

    π. τειχέων Pi.O.13.56

    ; ἔμπροσθε π. (v.l.)

    τῆς ἀκροπόλιος, ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων Hdt.8.53

    , cf. 9.52; π. δόμων, π. δωμάτων, in front of, i.e. outside the house, Pi.P.2.18, 5.96, etc.;

    π. θυρῶν S.El. 109

    (anap.), etc.; τὴν π. τοῦ Ἡραίου νῆσον before or off the Heraeum, Th.3.75, cf. 7.22; π. ποδός, v. πούς 1.4a; π. χειρῶν at hand, S.Ant. 1279, E. Rh. 274, dub. in Tr. 1207;

    π. τῶν ὀφθαλμῶν προφαίνεσθαι Aeschin. 2.148

    .
    2 with Vbs. of motion,

    π. δ' ἄρ' αὐτῶν κύνες ἤϊσαν Od. 19.435

    , cf. Il.23.115;

    π. Ἀχαιῶν ἄγγελος ᾔει 10.286

    , cf. 13.693;

    π. ἕθεν κλονέοντα φάλαγγας 5.96

    .
    3 before, in front of, for the purpose of shielding or guarding,

    π. Τρώων ἑσταότ' Il.24.215

    : hence, in defence of,

    μάχεσθαι.. π. τε παίδων καὶ π. γυναικῶν 8.57

    , cf. 4.156, 373, Hdt.8.74, etc.; ὀλέσθαι π. πόληος, Lat. pro patria mori, Il.22.110;

    π. τῆς Σπάρτης ἀποθνῄσκειν Hdt.7.134

    , cf. 172,9.72, E.Alc.18, 645, etc.;

    π. τοῦ θανόντος.. ἔθεσθ' ἐπιστροφήν S.OT 134

    ;

    διακινδυνεῦσαι π. βασιλέως X.Cyr.8.8.4

    ; βουλεύεσθαι, πράττειν π. τινός, ib.1.6.42, 4.5.44, cf. Mem.2.4.7; π. τοξευμάτων as a defence against arrows, Id.An.7.8.18: hence also, for, on behalf of, instead of, ἀγρυπνῆσαι π. τινῶν ib.7.6.36, cf. Leg.Gort.1.43; of an advocate,

    π. τῶνδε φωνεῖν S.OT10

    , cf. OC 811; ὄτι δέ κ' αὐτὸς π. Ειαυτοῦ [ἀμάρτῃ] whatever offence he commits of his own volition, Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.34.
    4 π. ὁδοῦ ἐγένοντο further on the road, i.e. forwards, onward, Il.4.382, cf. Ael.NA3.16,7.29 (v. φροῦδος): also to denote distance,

    π. πολλοῦ τῆς πόλεως D.H.9.35

    ;

    π. τριάκοντα σταδίων

    at a distance of

    30

    stades, Str.8.6.24.
    5 π. ἠοῦς, π. ἑσπέρης τοῦ βωμοῦ, eastwards, west wards of.., IG7.235.45 (Orop., iv B.C.).
    II of Time, before,

    π. γάμοιο Od.15.524

    ;

    ἠῶθι π. 5.469

    ; π. ὃ τοῦ ἐνόησεν one before the other, Il.10.224; more freq. in later writers,

    π. τῶν Τρωικῶν Th.1.3

    , cf. 1.1;

    π. τοῦ θανεῖν S.Ant. 883

    ;

    π. τοῦ θανάτου Pl.Phd. 57a

    ;

    π. τοῦ λοιμοῦ Id.Smp. 201d

    ;

    π. δείπνου X.Cyr. 5.5.39

    ; π. ἡμέρας ib.4.5.14; π. τοῦ χρῆσθαι before one uses it, Id.Mem.2.6.6; π. μοίρας τῆς ἐμῆς before my doom, A.Ag. 1266;

    π. τῆς εἱμαρμένης Antipho 1.21

    ;

    π. τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin.3.126

    , cf. 124; π. πολλοῦ long before, Hdt.7.130, etc.; π. μικροῦ, π. ὀλίγου, Plu.Pomp.73, App.BC2.116;

    ὀλίγον π. τούτων Th.2.8

    ; τὸ π. τοῦ (v.l. τούτου) ib.15; π. τοῦ (sts. written προτοῦ) A.Ag. 1204, Hdt.1.122, 5.83, Ar.Th. 418, Pl.Smp. 173a;

    ὁ π. τοῦ χρόνος A.Eu. 462

    , Th.2.58, etc.; π. τοῦ ἤ, = πρὶν ἤ, IG7.2225.22 ([place name] Thisbe);

    οἱ π. ἡμῶν γενόμενοι Isoc.13.19

    ;

    οἱ π. ἐμοῦ Th.1.97

    .
    2 in later writers freq. with Numerals, π. τριάκοντα ἡμερῶν thirty days before, Ael.NA5.52;

    π. μιᾶς ἡμέρας Plu.Caes.63

    ;

    π. ἐνιαυτοῦ Id.2.147e

    ;

    π. δυεῖν ἡμερῶν ἢ ἐτελεύτα Id.Sull.37

    : freq. c. dupl. gen., π. δύο ἐτῶν τοῦ σεισμοῦ, π. δύο ὡρῶν τῆς ἐπιβολῆς, LXX Am.1.1, Dsc.1.64; π. ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα, π. μιᾶς ἡμέρας τῶν γενεθλίων, Ev.Jo.12.1, Plu. 2.717d;

    π. πολλοῦ τῆς ἑορτῆς Luc.Sat.14

    .
    b in rendering Roman dates, τῇ π. μιᾶς Νωνῶν Ὀκτωβρίων, = pridie Non. Oct., Plu.2.203a, etc.
    III in other relations:
    1 of Preference, before, rather than, κέρδος αἰνῆσαι π. δίκας to praise sleight before right, Pi.P.4.140, cf. Pl.R. 361e; πᾶν δὴ βουλόμενοι σφίσι εἶναι π. τῆς παρεούσης λύπης anything before, rather than, their actual trouble, Hdt.7.152 (so, in order to avoid,

    π. τοῦ δεινοτάτου D.54.19

    );

    πᾶν π. τοῦ δουλεῦσαι ἐπεξελθεῖν Th.5.100

    , cf.4.59; ἑλέσθαι, αἱρεῖσθαι, or κρῖναί τι π. τινός to choose one before another, Id.5.36, Pl.R. 366b, Phlb. 57e; π. πολλοῦ ποιήσασθαι to esteem above much, i.e. very highly, Isoc.5.138;

    π. πολλῶν χρημάτων τιμήσασθαί τι Th.1.33

    , cf.6.10; π. ἄλλων more than others, Pl.Mx. 249e (v.l.), cf. A. Th. 1002; δυσδαίμων.. π. πασᾶν γυναικῶν ib. 927 (codd., lyr.);

    π. πάντων θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ προθύειν Pl.Cra. 401d

    : after a [comp] Comp. it is redundant,

    ἡ τυραννὶς π. ἐλευθερίης ἀσπαστότερον Hdt.1.62

    , cf.6.12, Pl.Ap. 28d, Cri. 54b, Phd. 99a; for after

    ἄλλος, οὐδεὶς ἄλλος π. σεῦ Hdt.3.85

    , cf.7.3.
    2 of Cause or Motive, for, from, π. φόβοιο for fear, Il.17.667; ἀθλεύων π. ἄνακτος toiling before the face of, i.e. in his service, 24.734; π. τῶνδε there fore, S.El. 495 (lyr.).
    B POSITION: words may be put between π. and its case, Il.23.115; but it does not follow its case, exc. after [dialect] Ep. forms in -θι, Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ἠῶθι πρό (v. supr.).
    C πρό, abs. as ADV.:
    I of Place, before, opp. ἐπί ( after), Il. 13.799, 800; before, in front, 15.360; forth, forward,

    ἐκ δ' ἄγαγε π. φόωσδε 19.118

    ; χωρεῖν π. δόμων to come forth from, S.Tr. 960 (lyr.);

    ἄγειν τινὰ π. δόμων E.Hec.59

    (anap.); γῆν π. γῆς ἐλαύνομαι I am driven on from one land to another, A.Pr. 682;

    διώκειν γῆν π. γῆς Ar.Ach. 235

    .
    II of Time, before,

    πρό οἱ εἴπομεν Od.1.37

    ; earlier,

    τά τ' ἐσσόμενα π. τ' ἐόντα Hes. Th.32

    ,38.
    III when joined with other Preps., ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό, περιπρό, προπρό, it strengthens the first Prep., or adds to it the notion of forward, forth.
    I with Substs., to denote
    1 position before or in front, πρόδομος, προάστιον, πρόθυρον, προπύλαια, etc.
    2 priority of rank, πρόεδρος, προεδρία, etc.: also priority of order, προάγων, πρόλογος, προοίμιον, προπάτωρ, etc.
    3 standing in another's place, πρόμαντις, πρόξενος.
    II with Adjs., to denote
    1 proximity, πρόχειρος; and readiness, πρόθυμος, πρόφρων.
    2 away (cf. 111.3 infr.), προθέλυμνος, πρόρριζος.
    3 prematureness, πρόμοιρος, πρόωρος.
    4 intensity, πρόπας, πρόπαρ, προπάροιθε; so also πρόκακος, πρόπαλαι.
    III with Verbs,
    1 of Place, before, forwards, προβαίνω, προβάλλω, προτίθημι, etc.: also, before, in defence, προκινδυνεύω, προμάχομαι, etc.
    2 forth, προέλκω, προφέρω.
    b publicly, προγράφω, προειπεῖν, πρόκειμαι.
    3 away, προδίδωμι, προϊάλλω, προϊάπτω, προΐημι, προλείπω, προρέω, προτέμνω, προτρέπομαι, προφεύγω, προχέω.
    4 in preference, προαιροῦμαι, προτιμάω, etc.
    5 before, beforehand, προαισθάνομαι, προγίγνομαι, προκαταλαμβάνω, etc.; of foresight, προνοέω, προοράω.
    E Etymology: cf. Lat. προ?πρόX-, Slav. pro-, Skt. pra-, etc., in compounds.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρό

  • 3 μικρός

    μικρός and [full] σμῑκρός, ά, όν, [dialect] Dor., [dialect] Ion. [full] μικκός (q.v.): [full] σμικρός is corroborated by metre in Il.17.757, Hes.Op. 361, and might be restored in Il.5.801, Od.3.296 ( μικρός codd.); it is prob. the only form in Hdt. (
    A

    μικρός Hdt. 2.74

    codd.): freq. in Lyr. and prob. always in Trag. (exc. where metre requires μικρός, as S.Aj. 161 (anap., [comp] Comp.)); most freq. in Pl.; but in Th., also Ar. and other Com., μικρός prevails, σμικρός being found Th.4.13,7.75,8.81, Ar.Ach. 523, V.5; [dialect] Att. Inscrr. have

    σμικρός IG12.313.111

    , al., μικρός ib.369.10, al.:—small, little,
    1 in Size,

    μ. ἔην δέμας Il.5.801

    ;

    μ. λίθος Od.3.296

    ;

    κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il.17.757

    ;

    σμ. ἄστεα Hdt.1.5

    ;

    μεγάθεϊ σμικροί Id.2.74

    : with Dims., μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάρια, Isoc.5.145, X. Cyr.8.3.38, Ages.1.21: as a Com. exaggeration,

    δικαστηρίδιον μ. πάνυ Ar.V. 803

    ;

    σκαλαθυρμάτι' ἄττα μ. Id.Nu. 630

    , etc.: c. inf.,

    μικροὶ δ' ὁρᾶν Id. Pax 821

    : as a term of reproach,

    Κλειγενὴς ὁ μικρός Id.Ra. 709

    , cf. Pl.Prt. 323d, Arist.EN 1123b7, Alex.98.7;

    Ἀμύντας ὁ μ. Arist. Pol. 1311b3

    ; οἱ ἐν μικρῷ μεγάλοι short but stoutly built, Philostr. Gym. 36;

    ὁ μ. δάκτυλος SIG1172.4

    ([place name] Lebena).
    2 in Quantity,

    σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Hes.Op. 361

    ;

    μέλιτος μικρόν Ar.V. 878

    ; μ. ὄψον, ἀργυρίδιον, X.Mem.3.14.1, Ar.Pl. 240, cf. Antiph.44.
    3 in Amount or Importance, petty, trivial, slight,

    σμ. πρόφασις Thgn.323

    ; ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, etc., S.OC 443, Tr. 361, OT 961, etc.; ἐκ σμικροῦ λόγου on some slight pretext, Id.OC 620; ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν as of small account, ib. 569;

    αἰτίας μικρᾶς πέρι E.Andr. 387

    , etc.; οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, D.19.37; of persons, of small account, opp.

    μέγας, σμ. ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Pi.P.3.107

    ;

    ἄριστ' ἂν καὶ μέγας ὀρθοῖθ' ὑπὸ μικροτέρων S.Aj. 161

    (anap.), etc.;

    σμ. τίθησί με Id.OC 958

    ; βίος ὁ μ., = μέτριος, E.Fr. 504; τίνος σμικροτάτου μεταβαλόντος, σμικρότατος τὴν δύναμιν, Pl.R. 473b; of the mind,

    οὐ σμικρὸν φρονεῖ S.Aj. 1120

    ; of style, mean, [

    Φίλιστος] μικρὸς ταῖς ἐκφράσεσιν D.H.Vett.Cens.3.2

    ; of festivals, of lesser importance,

    Ἁλίεια τὰ μεγάλα καὶ τὰ μ. SIG1067.14

    ([place name] Cedreae).
    II of Time, short, Pi.O.12.12, Ar.Pl. 126, etc.;

    εἰς μ. χρόνον Pl.R. 498d

    ; ἐν μικρῷ (sc. χρόνῳ) shortly, X.Cyn.5.32, Eq. 8.7;

    πρὸ μικροῦ Poll.1.72

    ;

    ἔτι μικρὸν καὶ καταλιθοβολήσουσί με LXX Ex.17.4

    .
    2 of Age, young, Ostr.Bodl.i237 (ii B.C.), etc.
    III Adverbial usages,
    1 regul. Adv. σμικρῶς, but little, Pl.Criti. 107d; μικρῶς by a little, prob. in Archim.Stom.1: [comp] Sup.

    σμικρότατα X.Mem. 3.11.12

    .
    2 σμικροῦ or μικροῦ within a little, almost, Id.Cyr.1.4.8, D.18.151, etc.; in full, μικροῦ δεῖν, v. δεῖ 11, δέω (B) 1; μικροῦ τινος ἀπελείφθη τοῦ μή .. Ach.Tat.7.13; but μικροῦ πρίασθαι for a little, cheap, X.Mem.2.10.4.
    3 σμικρῷ by a little, with [comp] Comp., Pl.Plt. 262c, etc.; also σμικρῷ πρόσθεν a little before, Id.Lg. 719b, etc.;

    μικρῷ ἄνωθεν D.44.6

    .
    4 μικρόν a little, σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, X.An.5.4.22, Pl.Cra. 410a; of Time, X.An.3.1.11, etc.; repeated,

    μικρὸν μικρόν Antiph.10

    : pl., of Degree,

    σμικρὰ γεωμετρίας ἔμπειροι Pl.R. 527a

    , etc.;

    σμίκρ' ἄττα διατρίψαντες Id.Prt. 316a

    ;

    μικρὰ διακινήσω σε περὶ τοῦ πράγματος Sosip.1.22

    ;

    περιπάτησον μικρὰ μετ' ἐμοῦ Men.Sam. 243

    , cf. Plu.Luc.31.
    5 with Preps.,
    a ἐπὶ σμικρόν but a little, S.El. 414, Antipho 6.18, Hdt.4.129.
    b κατὰ μικρόν into small pieces, X.An.7.3.22; so κατὰ μικρὰ γενομένης τῆς δυνάμεως ib. 5.6.32; also, little by little,

    κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.V. 702

    , cf. Nu. 741; opp. συλλήβδην, Pl.R. 344a; καὶ κατὰ σμ. or μ. ever so little, Id.Sph. 241c, Isoc.3.10, D.2.22.
    c παρὰ μικρόν within a little, παρὰ μ. ἐλθεῖν c. inf., to be within an ace of doing, E.Heracl. 295 (anap.), cf. Isoc.7.6, etc.;

    παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν Id.17.42

    ;

    τὸ παρὰ μ. ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph. 197a30

    ; but τὸ παρὰ μ. σῴζεσθαι to be only just saved, Id.Rh. 1371b11, cf. Simp. in Ph.344.10; gradual, imperceptible change, Arist.Pol. 1303a20; οὐδὲ παρὰ μ. ἦν κρεῖττον c. inf., Plb.12.20.7; [

    ἡ τύχη] παρὰ μ. εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ῥοπάς Id.15.6.8

    , cf. Isoc.4.59; but also παρὰ μ. ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, to think little of.., D.61.51, Isoc.5.79.
    d μετὰ μικρόν a little after, Ev.Matt.26.73.
    IV besides regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. μικρότερος, -ότατος (Ar. Eq. 789, D.Prooem.48, etc.), there are the irreg. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, from ἐλαχύς, and μείων, μεῖστος, also μειότερος; v. μείων. [ῑ by nature; [pron. full] only in late Poetry, Epigr. ap. Phleg.Fr.36.17 J.] (Perh. cf. Lat. mīca, mīcidus, OHG. smāhi, ONorse smár 'little'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρός

  • 4 προταινι

    Grammatical information: adv.
    Meaning: `ahead, in front of' (E. Rh. 523), Boeot. inscr. προτηνί `earlier'; προταίνιον πρὸ μικροῦ and παλαιόν (H.; text uncertain).
    Origin: GR [a formation built with Greek elements]
    Etymology: Acc. to Bechtel Dial. 1, 309 f. (with Meister a.o.; s. Bq) from πρὸ ται-νὶ (sc. ἡμέραι; locat.) with suffix - νι; to this also ποταίνιον (cf. Schwyzer 612). Diff. Brugmann Grundr.2 II: 1, 284 n.1: adverb to *πρό-ταινος from *προταν-ιο-ς with connection either with ταινία `stripe, band' (?) or with Skt. pra-tná- `previous, old', πρότανις, πρύτανις. -- Cf. ποταίνιος w. lit.
    Page in Frisk: 2,603

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > προταινι

  • 5 μικρός

    -ά,-όν + A 23-47-41-23-31=165 Gn 19,11.20(bis); 24,17.43
    small, little (of things) Gn 19,20; small (of pers.) Gn 19,11; a little, a bit (of quantity) Gn 24,17; few Gn 47,9; little, insignificant Nm 16,9; trifling, of less importance 4 Mc 5,19; short (of time) Jb 2,9a; young Jer 38(31),34; μικρόν a little while Ex 17,4; μικροῦ within a little, almost Gn 26,10
    παρὰ μικρόν id. Ps 72(73),2; κατὰ μικρόν little by little Sir 19,1; κατὰ μικρὸν μικρόν little by little (semit., rendering Hebr. מעט מעט) Ex 23,30; πρὸ μικροῦ a little before, just before Wis 15,8; μετὰ μικρὸν ὕστερον a little after 4 Mc 12,7; μικρῷ [+comp.] a little (before) 2 Mc 9,10; ὁ μικρὸς δάκτυλος
    little finger 2 Chr 10,10 *Jos 22,19 εἰ μικρὰ ἡ γῆ if the land is (too) small-הארץ אם־מעט for MT ארץ אם־טמאה if the land is unclean; *Ez 46,22 μικρά small-קטנות for MT קטרות enclosed, adjacent?; *Lam 4,18 μικροὺς ἡμῶν our little ones-צעירינו for MT צעדינו our steps
    Cf. OTTLEY 1906, 269; ZIEGLER 1934 84(Is 9,13 (14); 22,5.24; 33,4.19); →NIDNTT; TWNT

    Lust (λαγνεία) > μικρός

  • 6 προταίνιον

    προταίνιον· πρὸ μικροῦ, Hsch.; also,= παλαιόν, Id.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προταίνιον

См. также в других словарях:

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • ποταίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, και τ. ουδ. προταίνιον, Α 1. πρόσφατος, νέος 2. αυτός που συνέβη πρόσφατα 3. απροσδόκητος, αιφνίδιος 4. (το ουδ.) προταίνιον (με επίρρμ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) α) «πρὸ μικροῦ» β) «παλαιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ποταινί] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • προκύων — (Αστρον.). Αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, Ν των Διδύμων. Είναι διπλός αστέρας, που οφείλει τη σημασία του στον δεύτερο αστέρα του ζεύγους, την ύπαρξη του οποίου προέβλεψε ήδη από το 1844 ο Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός Φρίντριχ… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»